συγκομιστός

συγκομιστός
συγκομ-ιστός, ή, όν,
A brought together, ἄρτος ς. bread of unbolted meal, Hp.VM14, cf. Acut.37, Diocl. ap. Hsch., Tryphoand Diph.Siph. ap. Ath.3.109c, 115d, Dsc.2.85; σ. διαιτήματα rough, coarse food, Hp.Vict.3.68, cf. 2.56.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγκομιστός — brought together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκομιστός — ή, όν, Α [συγκομίζω] 1. αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν τόπο 2. φρ. α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» τροφή ανάμικτη β) «συγκομιστὰ δείπνα» δείπνα που γίνονταν μετά από έρανο γ) «ἄρτος συγκομιστός» άρτος αυτόπυρος*, ψωμί… …   Dictionary of Greek

  • ξυγκομιστός — συγκομιστός , συγκομιστός brought together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκομιστόν — συγκομιστός brought together masc acc sg συγκομιστός brought together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκομιστοῖσι — συγκομιστός brought together masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκομιστοί — συγκομιστός brought together masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκομιστούς — συγκομιστός brought together masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκομιστῆς — συγκομιστός brought together fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκομιστά — συγκομιστά̱ , συγκομιστής gatherer masc nom/voc/acc dual συγκομιστής gatherer masc voc sg συγκομιστής gatherer masc nom sg (epic) συγκομιστός brought together neut nom/voc/acc pl συγκομιστά̱ , συγκομιστός brought together fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκομιστῶν — συγκομιστής gatherer masc gen pl συγκομιστός brought together fem gen pl συγκομιστός brought together masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγκομιστοί — συγκομιστοί , συγκομιστός brought together masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”